- γδαρτός
- -ή, -ό(για σφαγμένο ζώο) γδαρμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γδαρ-, έγδαρα, αόρ. του γδέρνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γδαρτός — ή, ό ο γδαρμένος (αντίθ. άγδαρτος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)